- δικέλλα
- ηεργαλείο με το οποίο σκάβουν και αναποδογυρίζουν το χώμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δίκελλα — two pronged fork fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίκελλα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ., 288 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αλεξανδρουπόλεως του νομού Έβρου. Βρίσκεται κοντά στη νοτιοδυτική ακτή του νομού, 19 χλμ. Δ της πόλης της Αλεξανδρούπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αλεξανδρουπόλεως. * * * και… … Dictionary of Greek
δικέλλας — δικέλλᾱς , δίκελλα two pronged fork fem acc pl δικέλλᾱς , δίκελλα two pronged fork fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίκελλ' — δίκελλα , δίκελλα two pronged fork fem nom/voc sg δίκελλαι , δίκελλα two pronged fork fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικελλῶν — δίκελλα two pronged fork fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικέλλαις — δίκελλα two pronged fork fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικέλλης — δίκελλα two pronged fork fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικέλλῃ — δίκελλα two pronged fork fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίκελλαι — δίκελλα two pronged fork fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίκελλαν — δίκελλα two pronged fork fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)